Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος και ο τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών των Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης διοργάνωσαν στην Αθήνα ημερίδα με θέμα «Ζητήματα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης». Στην ημερίδα προήδρευσε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ι. Τέντες, ενώ την ημερίδα έκλεισε με τα συμπεράσματά του ο πρόεδρος της Ένωσης, Παν. Μπρακουμάτσος.
Ακόμη, εισηγήσεις πραγματοποίησαν οι Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, καθηγητής Ποινικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Θράκης, Φώτης Μακρής, αντεισαγγελέας Α.Π., Νίκος Κωνσταντόπουλος, βουλευτής-δικηγόρος, και Δημήτρης Ζημιανίτης, εισαγγελέας Πρωτοδικών.
Ειδικότερα, ο Αρ. Χαραλαμπάκης στην εισήγησή του τόνισε ότι η ανάπτυξη των ΜΜΕ και ο τρόπος που εμπλέκονται στην ποινική δίκη φέρνουν σε σύγκρουση το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας από τη μία πλευρά και το δικαίωμα στην πληροφόρηση από την άλλη. Ο καθηγητής ανέφερε επίσης πως τελευταία τόσο η νομολογία του Αρείου Πάγου όσο και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περισσότερο αναδεικνύουν το δικαίωμα για πληροφόρηση, με αποτέλεσμα να υποχωρεί το δικαίωμα της προσωπικότητας και τα επιμέρους αγαθά που αυτό καλύπτει (τιμή).
Ο Φώτης Μακρής ανέπτυξε ποια εγκλήματα τελούνται διά του Τύπου και ανέφερε ότι το Διαδίκτυο είναι πηγή κινδύνου για την προσωπικότητα του ατόμου, καθώς ο χρήστης αυτού έχει τη δυνατότητα να διασπείρει σε ελάχιστο χρόνο ψευδή γεγονότα για τρίτους. Οι διατάξεις περί Τύπου πρέπει αναλογικά να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα που τελούνται στο Διαδίκτυο. Ο Αρ. Χαραλαμπάκης προσέθεσε ότι τα μπλογκ είναι το καταφύγιο του κάθε συκοφάντη που εκμεταλλεύεται την ανωνυμία του.
Στη θεματική ενότητα «ποινική δίκη και ΜΜΕ» ο Νίκος Κωνσταντόπουλος χαρακτηριστικά ανέφερε ότι «σε μια εποχή συστημικής και αξιακής απορρύθμισης» τα κέντρα λήψης αποφάσεων κείνται εκτός θεσμών και η μαζική επιβολή των ΜΜΕ είναι πραγματικότητα. Ως προς την τηλεοπτική μετάδοση της ποινικής δίκης εξέφρασε επιφυλάξεις, καθόσον αλλοιώνει το χαρακτήρα όλων των παραγόντων της δίκης αλλά και πάλι την ίδια την ποινική δίκη. Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Φώτης Μακρής, στην ενότητα αυτή είπε πως ενώ αρχικά ήταν υπέρ της τηλεοπτικής μετάδοσης, στη συνέχεια μετέβαλε γνώμη διότι η εμπειρία από τέτοιου είδους μεταδόσεις στο παρελθόν ήταν αρνητική.
Ακόμη, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος ανέφερε ότι τα ΜΜΕ τείνουν να αναδειχθούν σε μέσα μαζικής επιβολής που λειτουργούν ως επιχειρηματικά οικονομικά συγκροτήματα. Είναι μηχανισμός εξουσίας που ασκεί πρωτογενώς επιρροή για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του. Και προσέθεσε: «Διαπράξαμε ολέθριο πολιτικό λάθος όταν δώσαμε άδειες στην ιδιωτική τηλεόραση χωρίς γνώση και προηγούμενη μελέτη. Το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο λειτουργεί υπό καθεστώς ανομίας και πρέπει να ρυθμιστεί για να θωρακιστεί η Δημοκρατία από την επέλαση των ΜΜΕ. Οι καναλάρχες είναι οι μεγαλύτεροι οφειλέτες του Δημοσίου».
Στη θεματική ενότητα «παράνομα αποδεικτικά μέσα και χρήση αυτών από τα ΜΜΕ» διατυπώθηκαν αντίθετες απόψεις. Ειδικότερα, ο Δημήτρης Ζημιανίτης ανέφερε, ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν αποκλείουν κατ’ αρχήν τη δικονομική αξιοποίηση των αποδεικτικών μέσων που κτήθηκαν με παράνομα μέσα και αφήνει το θέμα αυτό στην κρίση και τη στάθμιση που θα κάνει ο εθνικός δικαστής. Στη συνέχεια, αναφερόμενος στις ρυθμίσεις του Ν. 3674/2008 εξέφρασε την αντίθεσή του με τις μεταβολές που επήλθαν: 1) με τη μετατροπή σε κακούργημα της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής και προφορικής συνομιλίας, διότι αποδείχθηκε ότι η προηγούμενη ρύθμιση δεν εφαρμόσθηκε όπως έπρεπε, ενώ υπαγορεύθηκε από πολιτικές συγκυρίες (αυτό το υποστήριξε και ο Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης), 2) με την κατάργηση του λόγου άρσης του αδίκου της χρήσης των παγιδευμένων συνομιλιών στο δικαστήριο, διότι πλέον δυσχεραίνεται η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας από το δικαστήριο, 3) με την αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπου πλέον δεν είναι δυνατή η δικονομική αξιοποίηση παράνομων αποδεικτικών μέσων σε ουδεμία περίπτωση και πλέον δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ούτε για την κήρυξη ενοχής για πράξεις που τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη ούτε και κυρίως για να αποδειχθεί η αθωότητα του κατηγορουμένου.
Την αντίθεσή τους στις θέσεις αυτές εξέφρασαν τόσο ο Αργ. Καρράς, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όσο και ο Β. Μαρκής (αντεισαγγελέας Α.Π.), οι οποίοι υπεραμύνθηκαν του πλήρους εξοβελισμού των παράνομων αποδεικτικών μέσων από την ποινική δίκη, αφενός μεν διότι τούτο επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρο 19), αφετέρου δε είναι αντιφατικό το αποτέλεσμα μίας δίκης να εξαρτάται από ένα προηγούμενο έγκλημα